Anonymous

καλλίρρους: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[καλλίρροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[καλλίρροος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[καλλίρρους]], -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. [[καλλίρροος]], -οον)<br />αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο [[κατά]] [[στόμα]] καλλιρόοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Καλλιρρόη</i><br />α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη [[κούρη]]... Ὠκεανοῑο», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ [[πάλαι]] Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>ρρους</i>, <i>πλουσιό</i>-<i>ρρους</i>].
}}
}}