Anonymous

κακηπελία: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκηπελία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[εὐηπελία]], Νικ. Θηρ. 319.
|lstext='''κᾰκηπελία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[εὐηπελία]], Νικ. Θηρ. 319.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακηπελία]] και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)<br />η κακή [[κατάσταση]] υγείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακήπελος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέλομαι]] «[[είμαι]], [[γίνομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>ηπελία</i>). Για το -<i>η</i>- του τ. <b>βλ.</b> [[κακηπελέων]].
}}
}}