Anonymous

δαπάνη: Difference between revisions

From LSJ
8
(T22)
(8)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=δαπανης, ἡ (from [[δάπτω]] to [[tear]], [[consume]], ([[akin]] are [[δεῖπνον]], Latin daps; [[Curtius]], § 261)), [[expense]], [[cost]]: [[Hesiod]], Works, 721, [[Pindar]], [[Euripides]], [[Thucydides]], and [[following]].)  
|txtha=δαπανης, ἡ (from [[δάπτω]] to [[tear]], [[consume]], ([[akin]] are [[δεῖπνον]], Latin daps; [[Curtius]], § 261)), [[expense]], [[cost]]: [[Hesiod]], Works, 721, [[Pindar]], [[Euripides]], [[Thucydides]], and [[following]].)  
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[δαπάνη]])<br /><b>1.</b> το να ξοδεύει [[κανείς]] [[είδος]] ή χρήματα<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]] που ξοδεύεται για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά έξοδα, [[σπατάλη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰδίᾳ]] [[δαπάνη]]» — με προσωπική [[δαπάνη]]<br />β) «[[δημοσίᾳ]] [[δαπάνη]]» — με έξοδα του κράτους<br /><b>μσν.</b><br />εφόδια και τρόφιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] <span style="color: red;">+</span> θηλ. του επιθήματος -<i>ανος</i>. Στη λ. [[δαπάνη]] η αρχική σημ. του [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]], [[καταστρέφω]], [[φθείρω]]» μετέπεσε στη σημ. «έξοδα, [[σπατάλη]]»].
}}
}}