Anonymous

εὔοπτος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔοπτος''': -ον, ([[ὁράω]], [[ὄψομαι]]) [[περιφανής]], εὐκόλως ὁρώμενος, Λογγῖν. 4. 3. ΙΙ. [[ὡραῖος]], [[εὐειδής]], Ἐτυμολ. Μ. 276. 36.
|lstext='''εὔοπτος''': -ον, ([[ὁράω]], [[ὄψομαι]]) [[περιφανής]], εὐκόλως ὁρώμενος, Λογγῖν. 4. 3. ΙΙ. [[ὡραῖος]], [[εὐειδής]], Ἐτυμολ. Μ. 276. 36.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπτος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ελκυστικός]], [[ωραίος]] («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, [[εὔοπτος]], εὔχρους, [[εὔθριξ]]», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται εύκολα, [[ανοιχτός]] στην όραση, [[ορατός]], [[φανερός]] («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[περιφανής]], [[περίοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[ἀστραπή]], [[ὅταν]] ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] (<i>ορώ</i>) από [[ρίζα]] <i>οπ</i>- (<i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>όψις</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[περί]]-<i>οπτος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔοπτος]], -ον (ΑΜ)<br />καλοψημένος, [[νόστιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] «[[ψητός]]»].
}}
}}