Anonymous

καλλιγένεθλος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιγένεθλος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1.
|lstext='''καλλιγένεθλος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιγένεθλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποκτήσει ωραία [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γένεθλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένεθλον]] «[[απόγονος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστο</i>-<i>γένεθλος</i>, <i>πρεσβυ</i>-<i>γένεθλος</i>].
}}
}}