Anonymous

θύρωμα: Difference between revisions

From LSJ
1,313 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chambre garnie de portes;<br /><b>2</b> porte avec ses jambages, ses gonds, <i>etc.</i><br /><b>3</b> fenêtre.<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chambre garnie de portes;<br /><b>2</b> porte avec ses jambages, ses gonds, <i>etc.</i><br /><b>3</b> fenêtre.<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[θυρώματα]]<br />[[σπηλαιώδης]] [[εσοχή]] σαν [[δωμάτιο]] στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με [[θύρα]] και χρησίμευε για την [[απόθεση]] λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.
}}
}}