Anonymous

δοίδυξ: Difference between revisions

From LSJ
9
(Bailly1_2)
(9)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />pilon.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. et familier, sans étym.
|btext=υκος (ὁ) :<br />pilon.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. et familier, sans étym.
}}
{{grml
|mltxt=δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
}}
}}