Anonymous

ἐρεθιστικός: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_10)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρεθιστικός''': ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, [[σημεῖον]] ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, [[διεγερτικός]], [[μετὰ]] γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36.
|lstext='''ἐρεθιστικός''': ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, [[σημεῖον]] ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, [[διεγερτικός]], [[μετὰ]] γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρεθιστικός]], -ή, -όν) [[ερεθίζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, [[διεγερτικός]], [[παροξυντικός]], [[προκλητικός]] (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερεθιστικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἐρεθιστικῶς)<br />με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό.
}}
}}