Anonymous

δάφνη: Difference between revisions

From LSJ
4,443 bytes added ,  29 September 2017
8
(Autenrieth)
(8)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[laurel]], [[bay]], Od. 9.183†.
|auten=[[laurel]], [[bay]], Od. 9.183†.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[δάφνη]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[δάφνη]] η [[ευγενής]] (laurus nobilis)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ειδών της οικογένειας λαουρίδες ή [[δαφνίδες]]<br /><b>3.</b> [[στεφάνι]] από φύλλα δάφνης, [[σύμβολο]] νίκης<br /><b>4.</b> [[κλαδί]] δάφνης, [[σύμβολο]] των μαρτύρων της Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «έδρεψε δάφνες» — είχε επιτυχίες, διακρίθηκε<br /><b>2.</b> «αναπαύεται στις δάφνες του» ή «επαναπαύεται επί τών [[δαφνών]] του» — μένει [[αδρανής]], στηριγμένος σε παλαιότερες επιτυχίες του<br /><b>3.</b> «πολεμικές δάφνες» — πολεμικά κατορθώματα, ανδραγαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προφητική ή [[μαντική]] [[ικανότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυθική [[δάφνη]]» — η [[μαντική]] [[δάφνη]] του Απόλλωνος τών Δελφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[δάφνη]] μαρτυρείται με διάφορες μορφές (<b>[[πρβλ]].</b> [[λάφνη]], [[δαυχμός]], [[δαύχνα]]), οι οποίες οφείλονται [[είτε]] στη θρησκευτική [[χρήση]] της λέξεως [[είτε]] στο [[γεγονός]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. Τη [[σχέση]] με το λατ. <i>laurus</i> πιστοποιεί η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[λάφνη]]<br />[[δάφνη]]», όπου διαπιστώνεται [[εναλλαγή]] [[μεταξύ]] -<i>λ</i>- και -<i>δ</i>-γνωστή από τις δάνειες λέξεις και από τη Μυκηναϊκή (<b>[[πρβλ]].</b> <i>dapu</i><sub>2</sub><i>ritojo</i> για τον <i>λαβύρινθο</i>)<br />Ο τ. [[δαύχνα]] απαντά μόνο σε σύνθετες λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[Δαυχναφόριος]], [[δαυχνοφόρος]], <i>αρχιδαυχναφορώ</i>), ενώ στον επικό Νίκανδρο απαντά ο τ. [[δαυχμός]] και στον Ησύχιο (<i>δαυχμόν</i><br />«εύκαυστον [[ξύλον]] δάφνης»). Οι τύποι αυτοί συνδέθηκαν πιθ. παρετυμολογικά με το [[δαύκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δάφνινος]], [[δαφνίτης]], [[δαφνίτις]], [[δαφνωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαφναίος]], [[δαφνήεις]], [[δάφνιος]], [[δαφνίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δαφνηρός]], [[δαφνιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δάφνι]], [[δαφνί]], [[δαφνιά]], [[δαφνικός]], [[δαφνούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δαφνέλαιο]](<i>ν</i>), [[δαφνοειδής]], [[δαφνόκοκκος]] (AM <i>δαφνόκκοκον</i>), [[δαφνοφόρος]] (Α [[δαφνηφόρος]]), [[δαφνώδης]], [[δαφνών]](<i>ας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαφνηρεφής]], [[δαφνηφάγος]], [[δαφνογηθής]], [[δαφνοκόμης]], [[δαφνόκομος]], [[δαφνοπώλης]], [[δαφνόσκιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δαφνόφυλλο]] <b>νεοελλ.</b> [[δαφνόδενδρο]], [[δαφνοελιά]], [[δαφνόκλαδο]], [[δαφνοκούκκι]], [[δαφνόκουκκο]], [[δαφνοκούκουτσο]], [[δαφνόλαδο]], [[δαφνόμαζες]], [[δαφνομαντεία]], [[δαφνόστεγος]], [[δαφνοστέφανο]], [[δαφνοστεφανώνω]], [[δαφνοστεφής]], [[δαφνοστόλιστος]], [[δαφνότοπος]]. (Β' συνθετικό) [[ροδοδάφνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαμαιδάφνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριοδάφνη</i>, <i>αροδάφνη</i>, [[μαυροδάφνη]], [[πικροδάφνη]], <i>χαμοδάφνη</i>].
}}
}}