3,277,179
edits
(6_23) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατριᾱκοντουτίζω''': κωμικὴ [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1391, ἀναφερομένη εἰς τὰς σπονδὰς τριακοντούτιδας, ἃς ὁ ποιητὴς εἶχε παρουσιάσας προσωποποιουμένας ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς ἑταίρας μετ’ αἰσχροῦ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ἀκοντίζω]] (ὅ ἐστι [[περαίνω]])· ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; ὁ Σχολ. «εἰς συνουσίαν αὐτὰς λαβεῖν;» | |lstext='''κατατριᾱκοντουτίζω''': κωμικὴ [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1391, ἀναφερομένη εἰς τὰς σπονδὰς τριακοντούτιδας, ἃς ὁ ποιητὴς εἶχε παρουσιάσας προσωποποιουμένας ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς ἑταίρας μετ’ αἰσχροῦ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ἀκοντίζω]] (ὅ ἐστι [[περαίνω]])· ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; ὁ Σχολ. «εἰς συνουσίαν αὐτὰς λαβεῖν;» | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατατριακοντουτίζω]] (Α)<br />κωμική λ. του <b>Αριστοφ.</b> (Ἱππῆς 1391), ο [[οποίος]] αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό [[λογοπαίγνιο]] με τις λ. [[κατακοντίζω]], δηλ. [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]] [[πέρα]] [[πέρα]], εντελώς, συνουσιάζομαι, και <i>τριακοντούτιδες</i> («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει [[κανείς]] [[τριάντα]] φορές; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριακοντούτις]] <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-[[ακοντίζω]] με συμφυρμό]. | |||
}} | }} |