Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρράκτης: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui se précipite, qui tombe : [[ὀδός]] (<i>poét. p.</i> [[οὐδός]]) SOPH le seuil des enfers à la pente abrupte;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> chute d’eau, cataracte;<br /><b>2</b> herse d’une porte de ville qui s’abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράσσω]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui se précipite, qui tombe : [[ὀδός]] (<i>poét. p.</i> [[οὐδός]]) SOPH le seuil des enfers à la pente abrupte;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> chute d’eau, cataracte;<br /><b>2</b> herse d’une porte de ville qui s’abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[καταρράχτης]], ὁ (AM [[καταρράκτης]], Α και [[καταράκτης]], ιων. τ. καταρρήκτης και καταρήκτης) [[καταρράσσω]]<br /><b>1.</b> απότομη [[πτώση]] νερού ποταμού ή ρυακιού από μεγάλο ύψος (α. «οι καταρράκτες της Έδεσσας» β. «τηλικαύτην δ' ἔχων ὑπεροχὴν ἐν πᾱσιν ὁ ποταμὸς [[οὗτος]],... πλὴν ἐν τοῑς καλουμένοις καταράκταις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ορμητικού θαλάσσιου πτηνού<br /><b>3.</b> [[βαρύ]] ξύλινο ή μεταλλικό κινητό [[φράγμα]] που προστάτευε την [[πύλη]] μιας πόλης ή την είσοδο ενός λιμανιού, η [[καταρρακτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ακατάσχετη και ορμητική ροή («[[καταρράκτης]] ύβρεων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άνοιξαν [[πάλι]] οι καταρράκτες του ουρανού» — έβρεξε [[πάλι]] [[πάρα]] πολύ, έκανε κατακλυσμό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[νόσος]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία θολώνει ο [[φακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μοχλός]] με τον οποίο ασφαλίζεται η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[κινητής]] σκάλας ή γέφυρας για [[ανάβαση]] στα πλοία<br /><b>3.</b> [[υδροφράκτης]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο [[ορμητικός]], ο [[σφοδρός]] («τηρήσας καταρράκτην ὄμβρον συνήργησε καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς ῥινούχους ἑνέφραξεν», <b>Στράβ.</b>)<br />β) ο [[απόκρημνος]].
}}
}}