Anonymous

κάνωπον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάνωπον''': τό, [[ἴσως]] [[ἄνθος]] ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.
|lstext='''κάνωπον''': τό, [[ἴσως]] [[ἄνθος]] ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάνωπον]], τὸ (Α)<br />το [[άνθος]] του φυτού [[μαύρος]] [[σαμπούκος]], αλλ. [[κουφοξυλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}