Anonymous

καταθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_7)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθερμαίνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[θερμαίνω]], Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth.
|lstext='''καταθερμαίνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[θερμαίνω]], Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=[[θερμαίνω]] (Α) [[κατάθερμος]]<br />[[θερμαίνω]] υπερβολικά.
}}
}}