Anonymous

κατάκτρια: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_10)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκτρια''': ἡ, γυνὴ ἡ κατάγουσα τὸ [[νῆμα]], ἡ νήθουσα (πρβλ. [[κατάγω]] Ι. 4)· ἐπὶ τῆς ἐριουργοῦ, Ἡσύχ.
|lstext='''κατάκτρια''': ἡ, γυνὴ ἡ κατάγουσα τὸ [[νῆμα]], ἡ νήθουσα (πρβλ. [[κατάγω]] Ι. 4)· ἐπὶ τῆς ἐριουργοῦ, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκτρια]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που γνέθει το [[νήμα]], που στρίβει το [[αδράχτι]] και κατεβάζει την [[κλωστή]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατάγ</i>-<i>ω</i> με σημ. «[[κλώθω]]»].
}}
}}