Anonymous

καρύδιον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κάρυον]], μικρὸν [[κάρυον]], «καρύδι» ἀμύγδαλα, καρύδια, κτλ., Φιλύλλιος, ἐν «Φρεωρύχῳ» 2.
|lstext='''καρύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κάρυον]], μικρὸν [[κάρυον]], «καρύδι» ἀμύγδαλα, καρύδια, κτλ., Φιλύλλιος, ἐν «Φρεωρύχῳ» 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρύδιον]], τὸ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[καρύδι]].
}}
}}