3,277,700
edits
(6_11) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπηξ''': -ηγος, ὁ, ἡ, ἐμπεπηγμένος εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 194. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. καταπήξ, -ῆγος, ὁ, [[πάσσαλος]], [[ὅστις]] καταπήγνυται εἰς τὴν γῆν (παλοῦκι), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3 (πρβλ. [[σταυρός]])·- «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῖς ὕδασι ξύλα, ἐφ’ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῦ ῥεύματος καθιέμενα»· Σουΐδ.- [[εἶδος]] σύρτου, [[ἐπιβλής]], «[[πύλη]] μοχλοῖς σιδηροδέτοις καταπῆγας ἔχουσα βαθυτάτους» Ἡσύχ. 2) ἐγκέντρισμα, «μπόλι» (= [[ἐπίπηξ]]), Γεωπ. 10. 65, 2.- Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 279. | |lstext='''κατάπηξ''': -ηγος, ὁ, ἡ, ἐμπεπηγμένος εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 194. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. καταπήξ, -ῆγος, ὁ, [[πάσσαλος]], [[ὅστις]] καταπήγνυται εἰς τὴν γῆν (παλοῦκι), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3 (πρβλ. [[σταυρός]])·- «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῖς ὕδασι ξύλα, ἐφ’ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῦ ῥεύματος καθιέμενα»· Σουΐδ.- [[εἶδος]] σύρτου, [[ἐπιβλής]], «[[πύλη]] μοχλοῖς σιδηροδέτοις καταπῆγας ἔχουσα βαθυτάτους» Ἡσύχ. 2) ἐγκέντρισμα, «μπόλι» (= [[ἐπίπηξ]]), Γεωπ. 10. 65, 2.- Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 279. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάπηξ]], -ηγος, ὁ, ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[καταπήξ]]. | |||
}} | }} |