Anonymous

καπνηλός: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καπνηλός''': -όν, [[πλήρης]] καπνοῦ, μυρίζων ἢ ἔχων τὴν γεῦσιν καπνοῦ, Νικ. Θηρ. 54.
|lstext='''καπνηλός''': -όν, [[πλήρης]] καπνοῦ, μυρίζων ἢ ἔχων τὴν γεῦσιν καπνοῦ, Νικ. Θηρ. 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[καπνηλός]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει [[οσμή]] ή [[γεύση]] καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιγ</i>-<i>ηλός</i>, <i>τρυφ</i>-<i>ηλός</i>].
}}
}}