Anonymous

καταφυγή: Difference between revisions

From LSJ
19
(eksahir)
(19)
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[refugio]]
|esgtx=[[refugio]]
}}
{{grml
|mltxt=ἡ (AM [[καταφυγή]]) [[καταφεύγω]]<br /><b>1.</b> το να καταφεύγει [[κάποιος]] [[κάπου]] ή σε κάποιον για [[ασφάλεια]] ή [[αναζήτηση]] προστασίας<br /><b>2.</b> [[έκκληση]], [[επίκληση]]<br /><b>3.</b> ο [[τόπος]] ή το [[πρόσωπο]] όπου καταφεύγει [[κανείς]] για [[ασφάλεια]] ή [[σωτηρία]], [[καταφύγιο]]|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> <b>ναυτ.</b> «αγκυροβόλια καταφυγής» ή «λιμένες καταφυγής» — λιμάνια που παρέχουν [[ασφάλεια]] από την [[κακοκαιρία]] ή από εχθρική [[ενέργεια]] σε μεμονωμένα πλοία ή σε [[νηοπομπή]] και που καθορίζονται εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρόπος]] υπεκφυγής, [[πρόφαση]] («μεγάλων ἀδικημάτων οὐκ ἔχων καταφυγὴν ὁ Φορμίων», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}