Anonymous

καρκίνιον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρκίνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[καρκίνος]], «τό δὲ καλούμενον [[καρκίνιον]] τρόπον τινὰ κοινόν ἐστι τῶν τε μαλακοστράκων καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων. Αὐτὸ μόνον γὰρ τῇ φύσει ὅμοιον τοῖς καραβοειδέσι, καὶ γίνεται αὐτὸ καθ’ αὑτό. τῷ εἰσδύεσθαι καὶ ζῆν ἐν ὀστράκῳ, ὅμοιον τοῖς ὀστρακοδέρμοις..., τὴν δὲ μορφὴν ὡς μὲν [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἀράχναις, πλὴν τὸ [[κάτω]] τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ θώρακος μεῖζον ἔχει ἐκείνου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 27 κἑξ.˙ - μικρόν τι [[εἶδος]] καρκίνων εὑρισκομένων ἐν ταῖς πίναις (πρβλ. [[πιννοτήρης]], «ἔχουσι δ’ ἐν αὑταῖς (αἱ πῖναι) πιννοφύλακα, αἱ μὲν καρίδιον αἱ δὲ [[καρκίνιον]]» [[αὐτόθι]] 5. 15, 15.
|lstext='''καρκίνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[καρκίνος]], «τό δὲ καλούμενον [[καρκίνιον]] τρόπον τινὰ κοινόν ἐστι τῶν τε μαλακοστράκων καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων. Αὐτὸ μόνον γὰρ τῇ φύσει ὅμοιον τοῖς καραβοειδέσι, καὶ γίνεται αὐτὸ καθ’ αὑτό. τῷ εἰσδύεσθαι καὶ ζῆν ἐν ὀστράκῳ, ὅμοιον τοῖς ὀστρακοδέρμοις..., τὴν δὲ μορφὴν ὡς μὲν [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἀράχναις, πλὴν τὸ [[κάτω]] τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ θώρακος μεῖζον ἔχει ἐκείνου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 27 κἑξ.˙ - μικρόν τι [[εἶδος]] καρκίνων εὑρισκομένων ἐν ταῖς πίναις (πρβλ. [[πιννοτήρης]], «ἔχουσι δ’ ἐν αὑταῖς (αἱ πῖναι) πιννοφύλακα, αἱ μὲν καρίδιον αἱ δὲ [[καρκίνιον]]» [[αὐτόθι]] 5. 15, 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρκίνιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[καρκίνος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κάβουρας]]<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) [[είδος]] μικρού κάβουρα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[κακοήθης]] όγκος<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[καρκίνια]]<br />[[είδος]] εμβάδων, παντόφλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαχαίρ</i>-<i>ιον</i>, <i>πόδ</i>-<i>ιον</i>)].
}}
}}