Anonymous

καρτερητός: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_11)
 
(19)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομένῃ, οὐ καρτερητῶν ἀλεπαλλήλων πόνων Νικήτ. Εὐαγ. 7. 251·
|lstext='''καρτερητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομένῃ, οὐ καρτερητῶν ἀλεπαλλήλων πόνων Νικήτ. Εὐαγ. 7. 251·
}}
{{grml
|mltxt=[[καρτερητός]], -ή, -όν (Μ) [[καρτερώ]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να υπομένει<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο περιμένει [[κάποιος]], ο αναμενόμενος.
}}
}}