Anonymous

καταπυγόσυνος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_10)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπῡγόσῠνος''': -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke.
|lstext='''καταπῡγόσῠνος''': -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπυγόσυνος]], -η, -ον (Α)<br />[[καταπύγων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[καταπυγοσύνη]] (με υποχωρητ. σχηματισμό), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευφρ</i>-<i>όσυνος</i>: [[ευφροσύνη]]].
}}
}}