Anonymous

κατάκροτος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκροτος''': -ον, [[θορυβώδης]], [[πλήρης]] κρότου, ἠχὴ, Ἡλιόδ. 1. 30.
|lstext='''κατάκροτος''': -ον, [[θορυβώδης]], [[πλήρης]] κρότου, ἠχὴ, Ἡλιόδ. 1. 30.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκροτος]], -ον (Α)<br />[[θορυβώδης]], με πολύ κρότο.
}}
}}