Anonymous

καπητόν: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_21)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰπητόν''': τό, ([[κάπη]]) [[τροφή]] ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ.
|lstext='''κᾰπητόν''': τό, ([[κάπη]]) [[τροφή]] ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καπητόν]], τὸ (AM) [[κάπη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλάθι]] κατασκευασμένο από [[λυγαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]] ζώων.
}}
}}