Anonymous

κάμμαρος: Difference between revisions

From LSJ
19
(eksahir)
(19)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[langosta]]
|esgtx=[[langosta]]
}}
{{grml
|mltxt=[[κάμμαρος]] και κόμμαρος και κόμμορος<br />ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] γαρίδας, αστακού<br /><b>2.</b> [[κάμαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><i>ә</i><i>mr</i>- &GT; <i>καμαρ</i>- &GT; <i>κάμμαρ</i>-<i>ος</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό)<br /><b>[[πρβλ]].</b> νορβ. <i>cammore</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>Hummer</i> «[[αστακός]]». Ο [[μακεδονικός]] τ. <i>κόμ</i>(<i>μ</i>)<i>αρος</i> με [[τροπή]] του <i>α</i> σε <i>ο</i>. Ο τ. <i>κόμμορος</i> [[είναι]] μεταγενέστερο παρατυμολογικό [[προϊόν]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cammarus</i>. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. <b>βλ.</b> [[κάμαρος]])].
}}
}}