Anonymous

θυμιατός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμιᾱτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ καύσῃ ὡς [[θυμίαμα]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 25: - Ἰων. πληθ. θυμιητά, = θυμιάματα, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
|lstext='''θῡμιᾱτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ καύσῃ ὡς [[θυμίαμα]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 25: - Ἰων. πληθ. θυμιητά, = θυμιάματα, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θυμιατός]], -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και [[θυμιητός]], -ή, -όν) [[θυμιώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμιατό</i>(<i>ν</i>) και <i>ὁ [[θυμιατός]]<br />το λιβανιστήρι<br /><b>μσν.</b><br />θύμιασμα, δηλ. το [[μέρος]] της εκκλησιαστικής ακολουθίας [[κατά]] το οποίο θυμιάζει ο [[διάκος]] ή ο [[ιερέας]] το [[εκκλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάψει ως [[θυμίαμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] και [[κατάλληλος]] να βγάζει καπνό<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θυμιητά</i><br />τα θυμιάματα.
}}
}}