Anonymous

καταδάνειος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδάνειος''': ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», [[οὐσία]] Διόδ. 17. 109.
|lstext='''καταδάνειος''': ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», [[οὐσία]] Διόδ. 17. 109.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταδάνειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει επιβαρυνθεί με [[πολλά]] δάνεια («[[καταδάνειος]] [[οὐσία]]», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}