Anonymous

κατατηξίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_17)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατηξίτεχνος''': -ον, ἴδε [[κακιζότεχνος]].
|lstext='''κατατηξίτεχνος''': -ον, ἴδε [[κακιζότεχνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατηξίτεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την [[τέχνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν η γρφ. δεν [[είναι]] λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>τηξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[τήκω]] με μεταφορική σημ. «[[ξοδεύω]] άδικα, [[καταστρέφω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρεσί</i>-<i>τεχνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>τεχνος</i>].
}}
}}