Anonymous

ἑτοιμοθάνατος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμοθάνᾰτος''': -ον, ἕτοιμος ν’ ἀποθάνῃ, μὴ φοβούμενος τὸν θάνατον, Διαταγ. τῶν Ἀποστ. 2. 14. - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἑτοιμοθάνατον, τὸ μὴ φοβεῖσθαι τὸν θάνατον, Στράβ. 713.
|lstext='''ἑτοιμοθάνᾰτος''': -ον, ἕτοιμος ν’ ἀποθάνῃ, μὴ φοβούμενος τὸν θάνατον, Διαταγ. τῶν Ἀποστ. 2. 14. - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἑτοιμοθάνατον, τὸ μὴ φοβεῖσθαι τὸν θάνατον, Στράβ. 713.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτοιμοθάνατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται πολύ [[κοντά]] στον θάνατο, ο [[μελλοθάνατος]]<br /><b>2.</b> (για λύχνο) αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να σβήσει<br /><b>μσν.</b><br />ο [[έτοιμος]] να πεθάνει, δηλ. ο απελπισμένος («ἑτοιμοθάνατοι οὐδὲ ψυχῶν ὑμῶν φείδεσθε», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] ή [[πρόθυμος]] να πεθάνει, που δεν φοβάται τον θάνατο, ο [[ριψοκίνδυνος]] («οὐ χρὴ οὖν ἑτοιμοθανάτοις προσέχειν», Αποστ. Διατ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτοιμοθάνατον</i><br />η [[προθυμία]] για θάνατο, το να ριψοκινδυνεύει [[κάποιος]].
}}
}}