Anonymous

καταβαρύνω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_2)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβᾰρύνω''': [[καταβαρέω]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.
|lstext='''καταβᾰρύνω''': [[καταβαρέω]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.
}}
{{grml
|mltxt=και [[καταβαραίνω]] (Α [[καταβαρύνω]])<br />(κυριολ. και μτφ.) [[καταβάλλω]] με το [[βάρος]], [[καταπονώ]], [[επιβαρύνω]] («η [[κυβέρνηση]] καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] υπερβολικό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[γίνομαι]] [[πάρα]] πολύ [[βαρύς]], [[βαραίνω]] υπερβολικά, [[παραβαραίνω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[δυσκίνητος]], [[δύσκαμπτος]]<br /><b>4.</b> (για ασθενείς) [[παρουσιάζω]] [[μεγάλη]] [[επιδείνωση]], πάω [[προς]] το χειρότερο.
}}
}}