Anonymous

εἰσακοή: Difference between revisions

From LSJ
10
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[audición]], [[acción de escuchar]]como etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.<i>Ge</i>.16.11.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[audición]], [[acción de escuchar]]como etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.<i>Ge</i>.16.11.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰσακοή]], η (Α)<br />το να ακούει ή να παρακολουθεί [[κάποιος]] με [[προσοχή]].
}}
}}