3,274,159
edits
(6_16) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρησκεύσιμος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13. | |lstext='''θρησκεύσιμος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θρησκεύσιμος]], -ον (Α) [[θρησκεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λατρεία]] τών θεών ή του θεού. | |||
}} | }} |