Anonymous

θρησκεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_16)
(17)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρησκεύσιμος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13.
|lstext='''θρησκεύσιμος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρησκεύσιμος]], -ον (Α) [[θρησκεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λατρεία]] τών θεών ή του θεού.
}}
}}