Anonymous

κατόρθωσις: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />heureux succès, réussite.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />heureux succès, réussite.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατόρθωσις]], -ώσεως, η (ΑΜ) [[κατορθώ]]<br />[[επιτυχής]] [[εκτέλεση]], [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]] («ἡ γὰρ τῶν [[πέλας]] [[ἀπειρία]] μέγιστον [[ἐφόδιον]] γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη [[θέση]] του, [[ανάταξη]]<br /><b>2.</b> [[εδραίωση]], [[στερέωση]] («[[δικαιοσύνη]] καὶ κρῑμα [[κατόρθωσις]] τοῡ θρόνου αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[βελτίωση]], [[ανόρθωση]] («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η τέλεια [[εκτέλεση]] του καθήκοντος.
}}
}}