Anonymous

κήλας: Difference between revisions

From LSJ
803 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pélican, DELG marabout, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de [[κήλη]], à cause de son gros jabot.
|btext=ου (ὁ) :<br />pélican, DELG marabout, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de [[κήλη]], à cause de son gros jabot.
}}
{{grml
|mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῑς [[ἀκούω]] ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> ινδ. <i>harg</i><i>ē</i><i>la</i>), με σχηματισμό κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κήλη]] λόγω της συγγένειας της σημασίας της «[[εξόγκωμα]]» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει [[κατάληξη]] -<i>ας</i>, που χρησιμοποιείται για τη [[δήλωση]] ζώων και πτηνών].
}}
}}