Anonymous

κέλωρ: Difference between revisions

From LSJ
1,089 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωρος (ὁ) :<br />fils, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[κέλομαι]].
|btext=ωρος (ὁ) :<br />fils, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[κέλομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κέλωρ]], -ωρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[γιος]] («Αγαμέμνονος [[κέλωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ευνούχος]]<br /><b>3.</b> ([[επίσης]] [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και σε πάπ.) [[φωνή]], βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[γιος]]» η λ. προέρχεται πιθ. από <i>κέρωρ</i>, με [[ανομοίωση]] (ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[αυξάνω]]») και συνδέεται με λατ. <i>Ceres</i> «θεά [[Δήμητρα]]» και αρμεν. <i>ser</i> «[[φυλή]], [[καταγωγή]]». Με τη σημ. «[[ευνούχος]]» η λ. [[κέλωρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κέρωρ</i>, με [[ανομοίωση]], [[οπότε]] συνδέεται με το ρ. [[κείρω]] «[[κουρεύω]], [[ξυρίζω]]». Με τη σημ. «[[φωνή]], βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. [[κελαρύζω]]].
}}
}}