Anonymous

κηδεία: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />parenté, alliance.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />parenté, alliance.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κηδεία]]) [[κηδεύω]]<br />η [[φροντίδα]] για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική [[πράξη]] της εκφοράς και της ταφής του νεκρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[πένθος]]<br /><b>2.</b> [[συγγένεια]] εξ επιγαμίας, [[συμπεθεριό]], [[κηδεστία]] («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ' οἰκειότητα καὶ κηδείαν αὐτοῡ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηδεύω]] με σημ. «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]». Η γενικότερη σημ. της «φροντίδας» εξειδικεύθηκε σε «[[φροντίδα]] για τον νεκρό, για την [[ταφή]] του»].
}}
}}