Anonymous

καταχρηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_3)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρηματίζω''': [[χρηματίζω]], καταχρηματιζόντω οἱ [[ναποῖαι]] τὸς ἀπογραψαμένος, [[καθότι]] καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.
|lstext='''καταχρηματίζω''': [[χρηματίζω]], καταχρηματιζόντω οἱ [[ναποῖαι]] τὸς ἀπογραψαμένος, [[καθότι]] καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχρηματίζω]] (Α)<br />(<b>επιγρ.</b> και πάπ.)<br /><b>1.</b> συναλλάσσομαι<br /><b>2.</b> [[διαθέτω]] την [[περιουσία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[κάνω]] χρηματικές συναλλαγές»].
}}
}}