Anonymous

κατάχυμα: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχυμα''': τό, τὸ καταχεόμενον [[ὕδωρ]] ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.
|lstext='''κατάχυμα''': τό, τὸ καταχεόμενον [[ὕδωρ]] ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κατάχυμα]]) [[καταχέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα [[πλάγια]] δοκάρια της στέγης στο σύνολό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[νερό]] που χύνεται με [[ορμή]] [[πάνω]] στους λουομένους<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[περίσσεια]].
}}
}}