Anonymous

κλαμβός: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mutilé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κλάω]].
|btext=ή, όν :<br />mutilé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κλάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαμβός]], -ή, -όν (Μ)<br />ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κλάω]] / -<i>ῶ</i>, εμφανίζοντας κατάλ. -(<i>μ</i>)<i>βός</i> [[κατά]] τα [[σκαμβός]], [[κολοβός]]. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική [[παραλλαγή]] του [[κράμβος]].
}}
}}