Anonymous

κίχησις: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_8)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίχησις''': -εως, ἡ, (κῐχάνω) τὸ νὰ φθάσῃ τις, [[ἐπιτυχία]]· «[[κίχησις]]· ἡ [[λῆψις]]» Ἡσύχ.
|lstext='''κίχησις''': -εως, ἡ, (κῐχάνω) τὸ νὰ φθάσῃ τις, [[ἐπιτυχία]]· «[[κίχησις]]· ἡ [[λῆψις]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίχησις]], ἡ (Α) [[κιχάνω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]].
}}
}}