Anonymous

καταχείριος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_16)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχείριος''': -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.
|lstext='''καταχείριος''': -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχείριος]], -ον (Α)<br />ευκολομεταχείριστος, [[εύχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>κατὰ χειρός</i>].
}}
}}