Anonymous

κίκκαβος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίκκαβος''': ὁ, [[ὄνομα]] νομίσματος ἐν χρήσει ἐν τῷ ᾌδῃ κατὰ τὸν Φερεκρ. (ἐν «Κραπατάλλοις 4) παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 83, πρβλ. Φωτ. Λεξ. 164. 18. Ἐπίθετόν τι κικκάβινον (ἑρμηνευόμενον παρ’ Ἡσυχ. «ἐλάχιστον, οὐδὲν») δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ Λατ. ciccus ἐν τῇ παροιμίᾳ ciccum non interdium.
|lstext='''κίκκαβος''': ὁ, [[ὄνομα]] νομίσματος ἐν χρήσει ἐν τῷ ᾌδῃ κατὰ τὸν Φερεκρ. (ἐν «Κραπατάλλοις 4) παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 83, πρβλ. Φωτ. Λεξ. 164. 18. Ἐπίθετόν τι κικκάβινον (ἑρμηνευόμενον παρ’ Ἡσυχ. «ἐλάχιστον, οὐδὲν») δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ Λατ. ciccus ἐν τῇ παροιμίᾳ ciccum non interdium.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίκκαβος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, [[κατά]] τον Πολυκράτη<br /><b>2.</b> [[κίμβιξ]], [[φιλάργυρος]] («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική γλωσσοπλασία του Φερεκράτη από τη λ. <i>κικκάδη</i> «[[κουκουβάγια]]», [[πτηνό]] που απεικονιζόταν στα αθηναϊκά νομίσματα, ενώ η κατάλ. -<i>βος</i> θυμίζει το [[κόλλυβος]] ([[ονομασία]] μικρού νομίσματος)].
}}
}}