Anonymous

κίσσινος: Difference between revisions

From LSJ
20
(SL_2)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κίσςῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[ivy]] ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.
|sltr=<b>κίσςῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[ivy]] ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίσσινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κισσός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτιαγμένος από κισσό ή [[ξύλο]] κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κίσσινον</i><br />[[ονομασία]] εμπλάστρου.
}}
}}