Anonymous

κλύμενος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />renommé, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλύω]].
|btext=η, ον :<br />renommé, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλύμενος]]- ένη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κλυτός]], [[ένδοξος]], φημισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[διαβόητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κλύμενος</i><br />[[θεός]] του [[κάτω]] κόσμου<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[κλύμενον]]<br />α.) [[ονομασία]] φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κισσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κλύω]].
}}
}}