Anonymous

κηρύκιον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρύκιον''': τό, ἴδε ἐν λέξ. [[κηρύκειον]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀστρακόδερμου, πρβλ. [[κῆρυξ]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἀλοιφή]] τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131.
|lstext='''κηρύκιον''': τό, ἴδε ἐν λέξ. [[κηρύκειον]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀστρακόδερμου, πρβλ. [[κῆρυξ]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἀλοιφή]] τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηρύκιον]], τὸ (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κηρύκειον]]<br /><b>2.</b> [[κολλύριο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κηρύκια</i><br />οξείς, μυτεροί λίθοι.
}}
}}