Anonymous

κλυδάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_2)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῠδάζομαι''': [[κλυδωνίζομαι]], Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.
|lstext='''κλῠδάζομαι''': [[κλυδωνίζομαι]], Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλυδάζομαι]] (Α)<br />[[κλυδωνίζομαι]] («κατὰ τοῡτο γὰρ [[πύον]] ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ [[σῶμα]], κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλύδων]]. Η αιτ. [[κλύδα]] ενός υποτιθέμενου ουσ. <i>κλυς</i>, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., [[είναι]] [[μάλλον]] αρχαΐζων [[νεολογισμός]]].
}}
}}