Anonymous

κεραστής: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_19)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
|lstext='''κεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραστής]]) [[κεράννυμι]]<br />αυτός που ανακατεύει τα ποτά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κερνάει τη [[συντροφιά]], αυτός που πληρώνει το [[αντίτιμο]] τών ποτών ή τών γλυκών για όλους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκείνος]] που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή [[γλυκά]].
}}
}}