Anonymous

κνηκέλαιον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_1)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνηκέλαιον''': (οὐχὶ κνικ), τό, [[ἔλαιον]] τοῦ κνήκου, Διοσκ. 1. 44.
|lstext='''κνηκέλαιον''': (οὐχὶ κνικ), τό, [[ἔλαιον]] τοῦ κνήκου, Διοσκ. 1. 44.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνηκέλαιον]], τὸ (Α)<br />το [[λάδι]] της κνήκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῆκος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαιον]].
}}
}}