Anonymous

κνήκιον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_21)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνήκιον''': τό, [[φυτόν]] τι ἀρωματικόν, [[ἀμάρακον]], «μαντζουράνα», Διοσκ. Νόθ. 3. 47.
|lstext='''κνήκιον''': τό, [[φυτόν]] τι ἀρωματικόν, [[ἀμάρακον]], «μαντζουράνα», Διοσκ. Νόθ. 3. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνήκιον]], τὸ (Α) [[κνήκος]]<br />[[ονομασία]] αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον.
}}
}}