Anonymous

κερατιστής: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾱτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, [[ἄγριος]], Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36).
|lstext='''κερᾱτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, [[ἄγριος]], Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36).
}}
{{grml
|mltxt=[[κερατιστής]], ὁ (Α) [[κερατίζω]]<br />αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).
}}
}}