3,277,301
edits
(6_11) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, [[νεότης]] ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1. | |lstext='''καταψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, [[νεότης]] ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταψυκτικός]], -ή, -όν) [[καταψύχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[κατάψυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δροσιστικός]]. | |||
}} | }} |