Anonymous

καταψυκτικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_11)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, [[νεότης]] ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.
|lstext='''καταψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, [[νεότης]] ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταψυκτικός]], -ή, -όν) [[καταψύχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[κατάψυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δροσιστικός]].
}}
}}